συμβάλλομαι — συμβάλλομαι, συμβλήθηκα, συμβεβλημένος βλ. πίν. 147 Σημειώσεις: συμβάλλομαι : στην παθητική φωνή η έννοια διαφοροποιείται. Το ρ. σημαίνει → κάνω σύμβαση, συμβόλαιο με κάποιον (π.χ. τα συμβαλλόμενα μέρη, αυτοί μεταξύ των οποίων γίνεται η σύμβαση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμβάλλομαι — συμβάλλω throw together pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek
μισθώνω — (ΑΜ μισθῶ, όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) [μισθός] 1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα» 2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι,… … Dictionary of Greek
συμβολώ — έω, Α συναντώμαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί τού συμβάλλομαι] … Dictionary of Greek